1 διάλαμψις, -εως, ἡ
acción de brillar a través de, resplandor
τὴν διάλαμψιν ἀστραπὴν εἶναι τὴν τούτου τοῦ πυρόςArist.Mete.369b15, cf. 370a24, de los astros
ἡ ἀποκαταστατικὴ δ.Paul.Al.98.8.
τὴν διάλαμψιν ἀστραπὴν εἶναι τὴν τούτου τοῦ πυρόςArist.Mete.369b15, cf. 370a24, de los astros
ἡ ἀποκαταστατικὴ δ.Paul.Al.98.8.